Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

1) η αρχαιότητα

  • 1 древность

    θ.
    1. αρχαιότητα, αρχαία εποχή•

    в -и στην αρχαιότητα•

    седая древность τα πολύ παλιά χρόνια, η βαθιά αρχαιότητα.

    || ο αρχαίος κόσμος, οι αρχαίοι•

    идеи аристотеля разделяла вся древность τις ιδέες του Αριστοτέλη τις παραδέχονταν όλη η αρχαιότητα.

    2. οι αρχαιότητες, τα αρχαία μνημεία•

    музей -ей μουσείο αρχαιοτήτων.

    3. (απλ.) βαθιά γηρατειά.

    Большой русско-греческий словарь > древность

  • 2 древность

    древность ж 1) η αρχαιότητα в глубокой \древностьи την αρχαία εποχή 2) мн.: \древностьи археол. οι αρχαιότητες
    * * *
    ж
    1) η αρχαιότητα

    в глубо́кой дре́вности — την αρχαία εποχή

    2) мн.

    дре́вности — археол. οι αρχαιότητες

    Русско-греческий словарь > древность

  • 3 глубокий

    глубок||ий
    прил в разн. знач. βαθύς:
    \глубокий-ая тарелка τό βαθύ πιάτο· \глубокийая о́сень τό βαθύ φθινόπωρο· \глубокийая старость τό βαθύ γήρας, τά βαθειά γεράματα· \глубокийое чу́встео τό βαθύ αίσθημα· \глубокийое невежество ἡ παχυλή ἀμάθεια· \глубокийое безразличие ἡ πλήρης ἀδιαφορία· \глубокий мрак τό πηχτό σκοτάδι· \глубокийая тишина ἡ ἀπόλυτη ἡσυχία· \глубокий тыл τά βαθειά μετόπισθεν производить \глубокийое впечатление κάνω βαθειά ἐντύπωση· до \глубокийой но́чи μέχρι βαθείας νυκτός· в \глубокийой древности στά πολύ παληά χρόνια, στήν ἀρχαιότητα.

    Русско-новогреческий словарь > глубокий

  • 4 давность

    давност||ь
    ж
    1. ἡ παλαιότητα [-ης], ἡ ἀρχαιότητα [-ης]:
    дело большой \давностьи πολύ παληά ὑπόθεση·
    2. юр. ἡ προθεσμία παραγραφής, ἡ παραγραφή.

    Русско-новогреческий словарь > давность

  • 5 древность

    древн||ость
    ж
    1. ἡ ἀρχαιότητα [-ης]:
    в глубокой \древностьости τήν ἀρχαία ἐποχή, κατά τούς ἀρχαίους χρόνους; 2.:
    \древностьости мн. археол. οἱ ἀρχαιότητες, τά ἀρχαία μνημεία.

    Русско-новогреческий словарь > древность

  • 6 старшинство

    старшинств||о
    с τά πρωτεία, τά πρεσβεία/ ἡ ἀρχαιότης (по положению):
    по \старшинствоу́ κατά ἀρχαιότητα.

    Русско-новогреческий словарь > старшинство

  • 7 античность

    θ.
    η αρχαιότητα, οι αρχαίοι (κλασικοί κυρίως) χρόνοι.

    Большой русско-греческий словарь > античность

  • 8 архаика

    θ.
    αρχαιότητα, οι αρχαίοι χρόνοι.

    Большой русско-греческий словарь > архаика

  • 9 возвести

    -еду, -едёшь, παρλθ. χρ. возвел, -ела, -ло, μτχ. παρλθ. χρ. -едший, эр:-ден, -дена, -дено ρ.σ.μ.
    1. παλ. ανεβάζω•

    возвести на престол ανεβάζω στο θρόνο.

    || υψώνω, σηκώνω•

    возвести глаза σηκώνω τα μάτια.

    2. προάγω, προβιβάζω, κάνω• απονέμω, δίνω βαθμό.
    3. ανεγείρω•

    возвести здание ανεγείρω κτίριο.

    4. σε συνδυασμό με τα ουσιαστικά: обвинение, клевета, ложь κλπ. στα ελληνικά αποδίδεται με ρ. που έχει τη σημ. του ουσιαστικού:

    возвести обвинение κατηγορώ•

    возвести клевету συκοφαντώ•

    возвести ложь ψεύδομαι.

    5. μαθ •υψώνω, ανεβάζω•

    возвести пять в квадрат υψώνω το πέντε στο τετράγωνο.

    6. ανάγω•

    некоторые обычия можно возвести в глубокой древности μερικές συνήθειες μπορεί ν’ αναχθούν στην πολύ μακρινή αρχαιότητα.

    εκφρ.
    возвести на ступень – ανάγω στο βαθμό (ή τη δύναμη).
    παλ. (γιά μάτια, βλέμμα κ.τ.τ.) ανυψώνομαι.

    Большой русско-греческий словарь > возвести

  • 10 возлияние

    ουδ.
    1. (στην αρχαιότητα), σπονδή.
    2. οινοποσία.

    Большой русско-греческий словарь > возлияние

  • 11 восходить

    -ожу, -одишь, μτχ. ενστ. восходящий, ρ.δ.
    1. ανεβαίνω, ανέρχομαι, ανηφορίζω•

    восходить на гору ανεβαίνω στο βουνό.

    2. ανατέλλω, βγαίνω, προβάλλω•

    солнце -ит ο ήλιος ανατέλλει•

    луна -ит το φεγγάρι βγαίνει.

    3. έχω την αρχή, αφετηρία, ανάγομαι’ многие обычаи -ят к древности πολλές συνήθειες ανάγονται στην αρχαιότητα.

    Большой русско-греческий словарь > восходить

  • 12 давность

    θ.
    1. το απώτερο παρελθόν, παλαιότητα, αρχαιότητα.
    2. (νομ.) παραγραφή, απόσβεση• υπερορία.

    Большой русско-греческий словарь > давность

  • 13 отдалённый

    επ. από μτχ.
    μακρινός, αλαργινός απόμακρος απομακρυσμένος•

    отдалённый край απομακρυσμένη.περιοχή•

    -ые времена παλαιά χρόνια, παρωχημένοι χρόνοι•

    -ая древность η πολύ παλαιά (απώτατη) αρχαιότητα•

    -ое будущее το απώτατο μέλλον•

    -ое прошлое το μακρινό παρελθόν•

    -ое родство μακρινή συγγένεια•

    отдалённый родственник μακρινός συγγενής.

    || απόκεντρος. || ελάχιστος, ασήμαντος•

    -ое сходство ελάχιστη ομοιότητα.

    || αποξενωμένος αδιάφορος.

    Большой русско-греческий словарь > отдалённый

  • 14 седой

    επ., βρ: сед, седа, седо.
    1. άσπρος• ψαρός•

    человек с седой бородой άνθρωπος ψαρογένης•

    -ая голова ασπρόμαλλο κεφάλι.

    2. στ ικτόγκρ ιζος (για γούνα).
    3. γκρίζος, σταχτής, τεφρός.
    εκφρ.
    - ая старина – η αρχαιότητα, τα πολύ παλαιά χρόνια.

    Большой русско-греческий словарь > седой

  • 15 старшинство

    ουδ. ο βαθμός του επιλοχία ή του κελευστή. || ηγεσία, αρχηγία• αρχηγιλίκι.
    ουδ.
    αρχαιότητα (βαθμού ή υπηρεσίας)• τα πρωτεία, πρωτοκαθεδρία.

    Большой русско-греческий словарь > старшинство

  • 16 старь

    θ. παλ.
    1. ο παλιός καιρός, τα παλιά χρόνια.
    2. το παλιό, η αρχαιότητα.
    ουδ.
    αθρσ. παλιοπράγματα. || οι γέροντες, οι παλιοί. || το απαρχαιωμένο, το παλιό.

    Большой русско-греческий словарь > старь

См. также в других словарях:

  • αρχαιότητα — η 1. η ιδιότητα του αρχαίου, η παλαιότητα: Για την αξία του αντικειμένου δεν έχει να κάνει μόνο η αρχαιότητά του, αλλά και η τέχνη του. 2. η αρχαία εποχή που αρχίζει από τα ιστορικά χρόνια και φτάνει ως το 476 μ.Χ. 3. προτεραιότητα σε επάγγελμα ή …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αρχαιότητα — η (Α ἀρχαιότης, [ ότητος]) [αρχαίος] νεοελλ. 1. οι αρχαίοι χρόνοι και κυρίως οι κλασικοί 2. η προτεραιότητα σε διορισμό ή προαγωγή υπαλλήλων 3. πληθ. τα μνημεία της τέχνης του αρχαίου πολιτισμού αρχ. 1. ο αρχαιοπρεπής τρόπος ή χαρακτήρας 2. η… …   Dictionary of Greek

  • ἀρχαιότητα — ἀρχαιότης antiquity fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ελλάδα - Κοινωνία και Οικονομία (Αρχαιότητα) — ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ ΑΡΧΑΪΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ Η οικονομία στην Aρχαϊκή περίοδο Στον τομέα της οικονομίας, στην Aρχαϊκή περίοδο, σημειώθηκε μια σημαντική πρόοδος σε σχέση με τη Γεωμετρική περίοδο. Κατά τη διάρκεια της Γεωμετρικής… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Δίκαιο (Αρχαιότητα και Βυζάντιο) — ΤΟ ΑΡΧΑΙΟ ΔΙΚΑΙΟ Το ελληνικό δίκαιο συνδέεται με την εξέλιξη και την ακμή της πόλης στην αρχαιότητα. Οι πολιτειακές μεταβολές και κυρίως η γένεση, η άνθηση και η πορεία της δημοκρατίας στο χρόνο ορίζουν την έννοια, το εύρος, το περιεχόμενο και τα …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Ιστορία (Αρχαιότητα) — ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΑ ΚΑΙ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΑ (600000 1100 π.Χ.) Σύμφωνα με τα αρχαιολογικά ευρήματα, θεωρείται ότι η ζωή ξεκίνησε στον ελλαδικό χώρο από το 100 000 π.Χ. (Παλαιολιθική εποχή). Όμως, η χρονική περίοδος που ιστορικά παρουσιάζει εξαιρετικό… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Τέχνη (Αρχαιότητα) — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΤΕΧΝΗ Η απαρχή της αρχαίας ελληνικής τέχνης τοποθετείται συνήθως περί το 1100 π.Χ., μετά την κάθοδο των Δωριέων. Μετά την αποκρυπτογράφηση της Γραμμικής Β’ και την ανάγνωση των πινακίδων των ανακτόρων της Πύλου, των Μυκηνών, των… …   Dictionary of Greek

  • Αθήνα — Πρωτεύουσα της Ελλάδας, από τις 18 Σεπτεμβρίου 1834, και του νομού Αττικής, το μεγαλύτερο πνευματικό, βιομηχανικό και οικονομικόεπιχειρησιακό κέντρο της χώρας. Βρίσκεται σε Β πλάτος 37° 58’ 20,1’’ και μήκος 23° 42’ 58,815’’ Α του Γκρίνουιτς. Στην …   Dictionary of Greek

  • κριτική — Η νοητική ενέργεια του χαρακτηρισμού και της εκλογής και, γενικά, της κρίσης. Κοινή σε όλους τους ανθρώπους ως πρωταρχική ιδιότητα της νόησης, η κ. ασκείται σε κάθε αντικείμενο της γνώσης και, μεταξύ άλλων, στην τεχνική και στα προϊόντα των… …   Dictionary of Greek

  • κύπρος — I Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Μεσογείου. Βρίσκεται Δ της Συρίας και Ν της Τουρκίας.Η Κ. είναι το τρίτο σε μέγεθος νησί της Μεσογείου και ανήκει γεωγραφικά μεν στη Μικρά Ασία, πολιτικά όμως στην Ευρώπη. Ο πληθυσμός της είναι 80% Ελληνοκύπριοι …   Dictionary of Greek

  • μάρμαρο — Ασβεστόλιθος οργανικής προέλευσης με σακχαρώδεις κόκκους, ο οποίος προέκυψε ύστερα από έντονες διεργασίες μεταμόρφωσης. Αυτές επέφεραν μια πλήρη ανακρυστάλλωση του ανθρακικού ασβεστίου, το οποίο αποτελεί τη μάζα του πετρώματος· επίσης είναι συχνή …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»